πολυδιεξόδευτος

πολυδιεξόδευτος
-ον, Α
αυτός που εύκολα μπορεί να παραπλανηθεί, να παραστρατήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -διεξόδευτος (< διεξοδεύω «βρίσκω διέξοδο, εξέρχομαι»), πρβλ. δυσ-διεξόδευτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”